Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2012

Οι Ελληνες και η ξενοφοβία

 
Ο αγώνας κατά της ξενοφοβίας είναι συνυφασμένος με τον αγώνα εναντίον κάθε αυθαιρεσίας της εξουσίας
tovima.gr 

Οι Ελληνες δεν είναι ρατσιστές. Τουλάχιστον αυτό πρεσβεύουν. Την εναντίωση στον ρατσισμό απαιτεί αυτό που αποκαλούμε ευαρέστως «πολιτικώς ορθό». Το «πολιτικώς ορθό», όμως, απαιτεί να πάμε και πιο πέρα, δηλώνοντας το απόλυτο ασυμβίβαστο ανάμεσα στις ιδιότητες του Ελληνα και του ρατσιστή.
Δεν συμμερίζομαι αυτήν την εθνικά αυτάρεσκη πεποίθηση. 

Είναι, όμως, αλήθεια ότι δεν είναι πηγαία ρατσιστής ο Ελληνας, όπως είναι πολλοί άλλοι. Βέβαια, πολλοί δείκτες της κοινής γνώμης δείχνουν ότι η Ελλάδα είναι πολύ πίσω σε θέματα ανεκτικότητας του ξένου - εκείνου που έχει διαφορετική προέλευση ή πίστη και ανήκει σε διαφορετική παράδοση από εμάς. Ο μετανάστης, ειδικότερα, αντιμετωπίζεται με δυσπιστία ή και με εχθρότητα. Πολλοί συμπατριώτες μας θεωρούν ότι απειλείται η προσωπική ή η επαγγελματική τους ασφάλεια. Η εισροή ενός και πλέον εκατομμυρίου μεταναστών από γειτονικές χώρες μετά το 1990 δεν μπόρεσε να γίνει με απόλυτη τάξη και η απορρόφησή τους δεν γίνεται χωρίς προβλήματα. Τα προβλήματα, όμως, που δημιουργούνται δεν συγκρίνονται με αυτά που αντιμετωπίζουν άλλες χώρες στην Ευρωπαϊκή Ενωση, όπως η Γαλλία και η Βρετανία, ή η Γερμανία, μεταξύ άλλων.
Επομένως μπορεί να υποστηριχθεί, βάσιμα, ότι η ελληνική κοινωνία δεν έδωσε μέχρι στιγμής δείγματα έκδηλου και μαζικού ρατσισμού. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξαν ή ότι δεν θα υπάρξουν κρούσματα συλλογικής, ξενόφοβης συμπεριφοράς. Εκδηλώσεις ξενοφοβίας σημειώθηκαν συχνά στην Αθήνα καθώς και στην επαρχία, έστω και σε περιορισμένη κλίμακα: καταλήψεις σχολείων σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη συστέγαση με παιδιά «ξένων», απομάκρυνση μεταναστών από συγκεκριμένη τοποθεσία κατόπιν «λαϊκής απαίτησης», επεισόδια και διαμαρτυρίες με αφορμή τη σημαιοφορία σε σχολικές παρελάσεις. Σημειώθηκε ακόμη και φόνος αλβανού μετανάστη μετά τη νίκη της αλβανικής επί της ελληνικής ποδοσφαιρικής ομάδας.
Αυτά τα επεισόδια, όμως, είναι περιορισμένης κλίμακας. Η κοινή γνώμη στην Ελλάδα δεν είναι ρατσιστική. Δεν απαντάται πηγαία ξενοφοβία, ορμέμφυτο μίσος κατά του ξένου στην Ελλάδα. Ούτε είχαμε ποτέ φυλετικές ταραχές ή «μίνι πογκρόμ», όπως συμβαίνει σε ορισμένες πόλεις της Αγγλίας, όπου το ξυλοκόπημα Πακιστανών παίρνει τη μορφή συλλογικής διασκέδασης νεαρών ατόμων το σαββατόβραδο.
Το πρόβλημα του ρατσισμού και της ξενοφοβίας στην Ελλάδα, ωστόσο, είναι υπαρκτό, έστω και αν δεν εστιάζεται στη γενική στάση των μελών της ελληνικής κοινωνίας. Και το πρόβλημα αυτό συνίσταται στην αγνόηση ή κατάφωρη παραβίαση των δικαιωμάτων των ξένων. Αυτό αφορά κατά κύριο λόγο τη συμπεριφορά των εκπροσώπων αρχών. Στην Ελλάδα η εξουσία δεν λαμβάνει υπόψη της τα φρένα που αποτελούν τα δικαιώματα του πολίτη, παρά μόνο αν ο τελευταίος διαθέτει αντιστηρίγματα. Ακόμη και η ελάχιστη δύναμη που έχει ο πολίτης ως ψηφοφόρος ή ως μέλος μιας ομάδας πίεσης είναι υπολογίσιμη για κάθε όργανο κρατικής εξουσίας. Το αντίθετο ισχύει για τον ξένο μετανάστη, ο οποίος είναι εντελώς εστερημένος τέτοιων αντιστηριγμάτων. Το γεγονός ότι και ο ξένος έχει δικαιώματα, έχει μόνο ακαδημαϊκό ενδιαφέρον για κάθε φορέα κάποιας αρχής, είτε αυτή είναι δημοτική είτε σχολική είτε αστυνομική.
Το πόσο απροστάτευτος είναι ο ξένος μετανάστης και το γεγονός ότι αυτό συνδέεται άμεσα με τον ρατσισμό το έδειξε ανάγλυφα το πρόσφατο επεισόδιο που συντάραξε το πανελλήνιο σχετικά με τη βουλγάρα μαθήτρια στην Αμάρυνθο. Η ίδια δεν φαίνεται να έπεσε θύμα άμεσα ρατσιστικής συμπεριφοράς των συμμαθητών της. Δεν εντοπίζεται εκεί ο ρατσισμός στην προκειμένη περίπτωση αλλά στη συσπείρωση της τοπικής κοινωνίας και των σχολικών αρχών υπέρ των «ημετέρων». Η προστασία των τελευταίων τούς φάνηκε αναγκαία και σχεδόν χωρίς κόστος, από τη στιγμή που υπάρχει ανάγκη λογοδοσίας στους «ημετέρους» και καμία τέτοια ανάγκη ως προς την ξένη.
Αυτό είναι ένα μόνο παράδειγμα, ασφαλώς, το πιο κραυγαλέο παράδειγμα τέτοιας συμπεριφοράς, όμως, κάθε ξένος, που είναι νόμιμα εγκατεστημένος εδώ, έχει σχεδόν πάντα να διηγηθεί δικές του εμπειρίες άδικης συμπεριφοράς εκ μέρους οργάνων της κρατικής εξουσίας. Οι ίδιοι αυτοί ξένοι αναγνωρίζουν παράλληλα το γενικότερο κλίμα εγκαρδιότητας και αλληλεγγύης που έχουν βρει στην Ελλάδα ανάμεσα σε κοινούς συνανθρώπους τους. Η παραβίαση των δικαιωμάτων τους από την εξουσία, που ενίοτε συνοδεύεται με χυδαίες ύβρεις, δεν αποτελεί, επομένως, δείγμα πηγαίου ρατσισμού, αλλά μάλλον θρασυδειλίας έναντι ανθρώπων που στερούνται της δυνατότητας να βρουν το δίκιο τους. Τα ίδια αυτά όργανα εξουσίας θα είχαν συμπεριφερθεί κατά πανομοιότυπο τρόπο σε έναν γηγενή Ελληνα, αν είχαν την αντίστοιχη βεβαιότητα ότι δεν έχει ούτε πολιτικό να τον στηρίξει ούτε άλλον τρόπο να κινήσει τον νόμο υπέρ αυτού.
Κατά συνέπεια, ο ανθρωπιστικός αγώνας κάθε υπεύθυνου πολίτη κατά της ξενοφοβίας και του ρατσισμού είναι συνυφασμένος με τον αγώνα εναντίον κάθε αυθαιρεσίας της πολιτικής εξουσίας, είτε έναντι ημεδαπών είτε έναντι αλλοδαπών. Ας μην ξεχνάμε, όμως, ότι οι τελευταίοι είναι τα πιο συχνά θύματά της, επειδή είναι εντελώς άοπλοι απέναντί της.
Ο κ. Δημήτρης Δημητράκος είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου